ΝΥΦΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΘΕΡΕΣ ΤΣΙΑΡΠΙΣΤΑΣ

 Κίνσει τέτα Θεονίτσα να πάει στουν χασλαμά να βουηθήσει στου ξιβουτάνσμα. Στουν κάτ τουν μαχαλά ώξου που μια ξόπουρτα, κάθουνταν κανα δυό μάμης μι τα ιγγουνούδια τα, κι έκαμναν σόμπουρου. Τα καλημέρσει Θεονίτσα .Ήταν η τέτα Αργυρή, τέτα Χρυσή κι τέτα Ασμένια κι ανηκάτηβαν του χουριό.

Καλώς την

Τι κάντς

Κι γω καλά

Που κίντσεις αγουντσικά, δω σια κατ ;

Που να πάου ; να είπα να βουηθήσου λίγου στου χασλιαμά, αλλά στας να κάτσου να ξιαπουστάσου λιγούτσκου

Τι έχς στην ταύλα ;

Α, να σας δώσου μπάριμ κι σας λιγούτσκου ζηστό ψουμούδ

Ασκουλσούμ! Πότι του πρόλαβεις κι όλας ;

Α! σκώθκα, διυτηράλσαν τ΄ αρνίθια, προυζύμ έπιασα απού βραδίς. Έπιασα, ζύμουσα, φούρνησα, ξηφούρνησα, μέχρι να βγει ήλιους έκανα κι του φαί, τσιρουνούδια στου σινί μι σκουρδαλιά κι νάμει. Αλλά απόστασα πτύχατει κι σεις μπάριμ, ν΄ ανασάνου λιγούτσκου. Να κι στα μικρά λίγου ζηστό ψουμί. ΄΄ Έχουμι κι πιθαμένοι΄΄ . Σεις τι τα λιέτει δω ;

Να μας λιέει Χρυσή για τ μικρή τ΄ νύφ(η) τς

Ντήπ ξυλέστρατου κουρίτς. Δεν αγρηκάει απού τίπουτα. Απλουγήθκει η Χρυσή

Μο κοίταζαν να του στρουμπόξουν στ παντρειά κι δεν κοίταζαν να του πράξουν λ΄γου νοικουκυριό.

Τι λιές μαρί ! Άντρας τι χτάζει ;

Ε, κι συ άντρατς. Τουν έμασει στου βρακί τς . Γλυκό του πάπλουμα !

Να πεις τ συμπυθέρα μπέλκιμ κι την προυμθέψει

Ναι ! τι λιές μαρί ; Δεν είμι κι μουζαβίρου .. Τι θέλς να κατηγουρήσου τ΄ νύφη μ ;

Έχουν μικρά ; Ναι, τέσσιρα , δυό πιδούδια κι δυό κουρτσούδια.

Συ πως τα πιρνάς μι τ νύφη σ ; Ρουτούν τ΄Θεονίτσα

Γω ; Να μ΄ αφήσει Θιός γιριά να τς υπηρητώ. Ανάξιεις μαρί. Μια την πουνά μέση τς , δεν μπουρεί να ζμώσει, γιάλλη βούζα τς τ΄ δαγκάνει κάθι λίγου. Άι να βρεις άκρα. Αν πεις να σνιουρίζ, κάθι μέρα θα μας ακούει μαχαλάς. Πάει του σέβας που είχαμι μεις στα χρόνια μας στα πηθηρκά μας ..

Αμ γιαυτό θα μας χάσει Θεός.

Συμφώνησαν οι νυμφόπληκτες πεθερές.

 

ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΔΕΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ .

Τρανό παράπουνου είχει ου Κουτσιούδας. Όταν ήληγει τν αλήθεια ούλου τουν ξήλιαζαν. Έτς μια φουρά κάπου είπει μια αλήθεια κι τς έφαγει. Πιρνούσει μέσα που μια αυλή για να πάει σπίτι τ μι τα κλάματα. Μές τν αυλή κάθουνταν μια γειτόνσα τ κι κουνσκίνζει σάμ(ι). Μόλις χτάζει τουν Κουτσιούδα να κλαίει

Έλα δω μπρεμ, τι έκανεις πάλι κι σι βάρησαν ;

Τίπουτα δεν έκανα α! α! α! απάντσει κλαίουντας

Πως τίπουτα. Στα καλά καθούμηνα δεν ξυλιάζουν κανέναν

Νιαί έτς να λιές. Όπου πω τν αλήθεια ξύλου τρώου

Όχι δα, άμα λιές τν αλήθεια δε σι βαράει κανένας

Ναι, ντε, θέλς να σι πω κι σιένα μια αλήθεια, αλλά μη μι δήρς όμους

Σώπα ρα μπουνταλά. Θα μη πεις τν αλήθεια κι θα σι δείρου ; Αυτό δεν γιένιτι

Άκου αλλά μη μι βαρές

Όχι ρα, λέγει

Να έτσι που κάθησει νηκούκουρδα κι κουσκνίζ , απου κατ φαίνητι του .

Ακόμα δεν πρόλαβει να του πει, τουν κατέβασει του κόσκνου στου κιφάλι τ η γειτόνσα.

Α!,α!,α!, ουχ! Δεν σι είπα γω όπου λιέου τν αλήθεια τρώου ξύλου αχ! οχ!

 

 

Αθώος ο κατηγορούμενος

Κάπουτις στου Ειρηνουδικείου τα Νιγρίτας δικάζουνταν μια υπόθεση

Κάποιανου του γρούνι σέφκει σ΄ έναν ξένου μπαξέ κι έσκαψει τς χασλαμάδις.

Έλα δω κατηγορούμενε. Γιατί άφησες το γουρούνι σου σε ξένο μπαχτσέ ; Πεντακόσιες δραχμές ζημιά και διακόσιες πρόστιμο.

Μα κύριε ειρηνοδίκα (πήρε τον λόγο ο δικηγόρος του) σας παρακαλώ. Εξαγριωθείς ο χοίρος, σπάσας τα δεσμά, κατσίρτσει του γρούν(ι), πάει τς χασλαμάδις κι τς έκανει μπιρμπάτ(ι). Τι φταίει στην προυκειμένη πιρίπτουση ο πελάτης μου ;

Το΄ βαλαν στα γέλια ακροατήριο και δικαστές μ΄ αυτήν αγόρευση και αθώωσαν τον κατηγορούμενο

ΒΑΣΑΝΟΥ ΟΙ ΚΛΗΜΑΤΣΙΔΙΣ

Γίνκει τα παλιά καλά χρόνια, τότις που καίγουνταν τα καπνά, πασταλτζμένα κι δέματα, στουν πουταμό στα Πλατανούδια.

Ήταν Μιγάλ(η) Βδουμάδα κι όλνοι έκαμαν τοιμασίεις για την Πασκαλιά. Μια παρέα όλου ταλαίπουροι, λιάζουνταν όξου απ΄του μαγαζί τ΄ Τσιαντηρά, στου πλατύσκαλου. Είχει κι καλό προυσήλιου .

Πιρνά ενας χουριανός μας κι θέλτσει να αστειηφτεί.

Άντι ρα τι κάθιστει ; θα μπιτίσουν τα΄ αρνιά τα΄ Λαμπή. Που θα κουσιεύτει να βρίτει αρνί ;

 

Πιτιέτει ενας τα παρέας μι πουλή σουβαρότητα κι τουν λιέει

Α γω του πήρα απου προυχτές, αλλά θα του πάου πις.

Γιατί ; απόρσει γιάλλους

Αρα έφαγα τουν τόπου να βρω κληματσίδις αλλά δεν μπόρσα. Μι τι να του ψήσου ; Που να βρεις κληματσίδις τέτοιουν κηρό ; Έπριπι πιο μπρουστά να κάνουμι την κουμάντα μας.

 

 

ΚΗΝΟΥΡΓΙΑ ΗΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (Μέρους πρώτου)

Πόξου π΄του μπακάλκου τ΄ Νάσιου τ΄ Αγγηλάκα, στουν προυσήλιου, κάθουνταν ιδιοι πάντα, μια παρέα που έπηρνει τ΄ δόση τς.Ήταν ώρα για ρακί. Έναν τηνηκέ ρακί ξόδηβει κάθι μέρα τα προυινά κι του βραδάκι .

Κει καταγίνουνταν μι τα συμβάντα στουν κόσμου. Βέβαια ένας συνίθζει να διαβάζει κι γιάλνοι άκουαν. Απαν σι αυτά, να κι πάπους Νάσιους, ήρχουνταν απτ Νιγρίτα καβάλα στου γαδούρι τ, που τόλειγει Μούργκα. Ίσα στην παρέα ..

Καλώς τουν . Μπούιρουμ στην παρέα μας. Που ήσαν βραδιάτκα ; τουν ρώτσαν

Αρα πήγα στ Νιγρίτα να καλυβώσου τουν Μούργκα στουν αλμπάνη. Είχει καλαμπαλίκ(ι). Ια όνους* τώρα γύρσα. Α! του έρμου, αυτά τα βαθιά ηλληνικά. Άλλου θέλς να πεις κι άλλου λιές. Ια τώρα είπα όνους ήρτα π τ Νιγρίτα. Σα να σας είπα γαδούρι ήρτα π τ Νιγρίτα. Ετς λιεν τουν Μούργκα στα κηνούργια ηλληνικά. Αι μπάριμ Νάσιου φέρει ένα γκουγκούδ(η) να ξηδιψάσου.

 

Όνους = μόλις ήρθα

Οι προυξηνητάδις

 

Τα Δουδικάμηρα ( γιορτές των Χριστουγέννων ) γίνουνταν στου παλιό του σκουλειό το σιργιάνι. Ηταν ένα πραγματικό νυφουπάζαρου. Τότις έπιαναν δλειά οι προξηνητάδις. Επρεπει τα παληκάρια να στείλουν να ζητήξουν του κουρίτσι.

Άξει μπαρμπα - Νώτα , θα πας να χαλέπς τ΄Μητρούση του κουρίτσι, κι αν μπητίεις τ΄ δλειά θα συ δώσου ένα ντανάκι δώρου .

Α!Α! γω μπρε όδη απόψι θα πάου .

Του βράδυ παένει Νώτας στου σπίτι τ΄ κουριτσιού.

Ει δω είστει ;

Ελα έλα Νώτα δω είμηστει . Καλουσώρσεις πέρνα μέσα.

Α! θα σας λιαρώσου, είνει λασπουμένα τα παπούτσια μ . Πάτσα σι μια μπάρα . Στας μπάρημ να τα βγάλου .

Πως μας δουκήθκεις Νώτα ;

Α! πηρνούσα κι μη μύρσει σπιτίθκους καφές κι είπα να ρθω να μη κηράστει έναν καφέ.

Μο καφέ ; κι ρακί έχει κι κρασί όσου θέλς.

Κατάλαβαν άμα τουν είδαν να κάθητει στ΄ γουνιά του τζιάκι σταυρουπόδι. Αμέσως μπήκει του καφιλίκι στ΄φουτιά. Αφού γίνκει καφές τουν σίρβειρει του κουρίτσι κι τραβήχταν μάνα κι κόρη σ΄ άλλουν ουντά. Απόμναν μόνοι άντρις να τα πουν.

Ει Νώτα , Σα να μην ήρτεις μο για καφέ, για λέει τι τρέχει ..

Ναι μπράτμη . Σας έφειρα ένα καλό τυχηρό για τ΄θυγατέρας .

Πουνηρός Μητρούσης - Μπα τζιάνουμ μικρό είνει κόμα του κουρτσούδι !

Α! πμάρημ θα πάω αλλού σι άλλη πόρτα . Κι κάνει τάχα πως σκώνητει.

Ε ντε ακόμα δεν ήρτεις .

Εμ αφού δεν τ΄ν έχεις για δώσμιου θα ξανάρτου άμα τρανέψει.

Κάτσει ντε κάτσει , πες μπάρημ πιο είνει αυτό του καλό το τυχηρό.

Παίρνει ύφους Νώτας. - Είνει νοικουκύρς , του σπίτι τ γιουμάτου ανμπάρι στιάρι έχει , κριθάρι , φασούλια , ρουβίθια , μησήρι , πρόβατα , γίδια , γρούνια αρνίθις κι τι δεν έχει ..

Τουν διέκουψει Μητρούις - Καλά μ΄αυτά θα παντρέψου τ΄θυγατέρα μ ; Ονομα δεν έχει ;

Πως δεν έχει.Τουν λιέν Κώτσιου τ ΄Τζιώτζιου γιος ου δεύτηρος .

Σκέφκει λίγου Μητρούις . - Του πιδί δεν του ξέρου αλλά τουν πατέρα τ ναι. Δε λιέου καλοί νυκουκυραίοι. Θα μιλήσου μι τ γναίκα μ κι μι τ θυγατέρα μ κι μια που καταπιάσκεις , θα κάνς τουν κόπου να ξαναρθείς κατά τ νιάλη βδουμάδα ;

Ναι έτσι θα γιένει.

Ο προξηνητής ξαναπάινει για καφέ , να τουν πουν αν τσ άρησει γαμπρός. Κι αν τουν έληγαν ΄΄ αν είνει τυχηρό θα γιένει ΄΄ μετέφερνει στουν γαμπρό ότι τουν θέλουν.

Τότις τουν ξαναέστειλναν στ νύφη για να τουν πουν τι τουν τάζουν απού χουράφια κι προίκα.

Άλλουν καφέ για παζάρια .

-Άξει δω μπράτμη , λιέει Μητρούις , μι μια τσκουριά δεν κόβητει του ξύλου.Πες τουν πατέρα τ να ρθείτει μαζί δω να μας πει πόσα χαλέβουν κι χτάζουμι κι κάνουμι.

Αφου έφτασαν μέχρι δω τα πράματα μιτά από μερικές μέρις παένει πατέρας τ Κώτσιου μι τουν προξηνητή ( του βράδυ πάντα και πουλύ μυστικά μη μάθει κόσμους κι σκόψουν κι χαλάσει δλειά) , στ νύφη.

Μετά τουν καφέ ρουτάει Μητρούις τουν συμπέθερο.

- Τι μας λιέει δω Νώτας ; ο γιός χαλέβει τα θυγατέρα μ τ Φώτου. Σύ τι λές ;

-Αρα κι μας έτσι μας είπει. Τν αρέζει αν μας τ δώστει.

Να συ πω κι τ θυγατέρα μ τν αρέζει αλλά ιά πε μας τι απαιτήσεις έχτει ;

Πιτιέτει Νώτας. - Αφού αρέζουντι τα πιδιά χτάζτει να τα βρείτει. Πέντι παν πέντι κατ , όπους είν καλά , βρήτει τα

Πράγματι τα βρήκαν κι αμέσους έστρουσαν τραπέζι. Ρακί , κρασί μι μιζέδις για τα χαιρλήθκα. Άναψαν όλις λάμπεις σ΄ όλου του σπίτι κι όλου του χουριό πήρει χαμπάρι ότι λουγουδώθκει Φώτου τ Μητρούση μι τουν Κώτσιο .

Αιντη κι στα θκά μας έληγαν όλα τα κουρίτσια. Του σιργιάνι έκανει του θάμα τ .

 

 

ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Κατ απτ του πλατάν(ι) στου τσιαρσί κάθουντει κι έχουν τρανό μουχαμπέτ ου Κώτσιους κι Μήτσιους. Τα μασάλια κι τ ανέκδουτα δίνουν κι παίρνουν :

« Ου μιγάλους Δημιουργός όταν έπλασει τα πάντα, καλύτιρουν απ΄ όλα τα όντα έπλασει τουν άνθρουπου. Κανόντσει μάλιστα κι τν ημηρουμηνία λήξης τς ζουής. Τουν άνθρουπου όρσει να ζάει σαράντα χρόνια, του ίδιου κι τουν γάδαρο, τ΄ μαιμού ηξήντα χρόνια. Τουν κακουφάνκει τουν άνθρουπου. Τι ηπιτρέπητει να ζουν κι τα γαδούρια ίσα μι τι μένα ; Μια κι δυό παέν στουν Δημιουργό για ακρόασ. - Τι χαλέβς Αδαμάντη ;

Έχου παράπουνα.

Τι παράπουνα ; ια λιεη, να διούμι.

Να. Είπεις να ζω ως τα σαράντα, κι του ιδιου κι τουν γάδαρου μ.

Κι τι σι πειράζ ;

Ε πως. Κείνου κόμα πτα εικουσ(ι) χρόνια πέφτει κι δεν μπουρεί να σκουθεί. Γιαυτό λιέου να κόψ τα μισάτ τα χρόνια κι να τα δωις σι μένα που αντέχου.

Άλλου τι παράπουνου ;

Να τ μαιμού τνέδουσεις ηξήντα. Τι ισα μι τι μένα θα ζει ;κόψει κι απ αυτήν άλλα είκουσ(ι), για νάνει μπηιλή ποιος είνει τ΄αφηντικό. Δεν λιές πως μ΄εκανεις ίδιουν μι τι σένα ; γιαυτό σι λιέου.

Ηντάξ(ι) δηκτά τα ητήματά σ.

Κι απου τότι μέχρι τα σαράντα ζει κι φέρνητει σαν άνθρουπους, απ΄ τα σαράντα ως τα ηξήντα σαν γάδαρους κι απ΄ τα ηξήντα κι παν αρχηνάει κι μαιμού δηλαδή να πηρπατάει μι τα τέσσηρα κι σμηριά σμηριά ....»

 

΄ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙΑ΄΄

* Ει Τζιώτζιου άμα πας ταχιά σιαπάν πάρι μπάριμ κι του θκό μ΄του πράμα (γάιδαρο) .

Φόρτουστου κανα δυό κουτσούρις , ταχιά τ΄ν άλλ(η) θα βράσουμι τα τσίπρα κι θα μας χρειαστούν κούτσουρα. Δεν αδειάζου να πάου γώ σιαπάν. Πιάσκα στου παστάλ(ι).

 

* Αράδζι αγλήγουρα μπέλκιμ προυλάβουμι να πιράσουμι του γκιουφύρ στου Καράσου, προυτού σκουτνιάσει κι σφαλίσουν τς πόρτις, γιαποταύτου κόσιβι κι μη ξιχάνς σιαδώ σιακεί. Κιαυτό του ρημουγάδρου νταιάντσει, ίτς δεν αγουνιέτει.

 

 

Μη σκανιάζ, θα προυκάνουμι μπράτημ

 * - Α! α! Τζιώτζιου, νταιάντα απού κει, του ντανακούδι κατσήρσει π΄τα΄αχούρι κι χαλέβ τα΄μάνα τα

Ε ! κι συ αλτσιάκη δεν μπόρσεις να του κάνς ζάπι, μια σταλιά ντανακούδι ;

Αρα σα δυαργηρους ξηγλυστρά του κιαρατένιου

- Παγάλια, πουγάλια. Πηρνάει τέτα Λένκου .. σιγά θα την κουντήσει, του παλιουντάνακου

 

* - Α! κι μπαρμπα Μουτός ήρτει πτου παζάρι, ήφηρει έναν τρουβά πράσα κι τσιρώνια Αιβασιλιώτκα .

Α! είπεις τσιρώνια κι δουκήθκα, μια μέρα φέτους προτού τα Δουδηκάμηρα, χιόντζει. Στίβαξει χιόνι, έναν κόλου τόκανει μες τν αυλή. Αμά του ουτζιάκι, μπουμπούντζει, έβαλα κατ σκίζεις , γίνκαν κατ ζιαριά, ταμάμ για τσιρώνια κι κρασί μπόλκου δεν πρόφτηναν να ψήνουντει, κατακουκίντσει του τσιμπίδι. Δεν πανα χιουνίζει μέρα νύχτα .

Τετοιουν χαβά τουν χαίρησει στα ρακουκάζανα, τουν κηρό που βράζουν τα τσίπρα. Μαζεύουντει για μπέχου όλνοι μηρακλήδης κοινώς ρακουπαπάρεις κι αλοίμουνο στ αρνιθώνες.

 

 

Πασταλτζίδκα Μουχαμπέτια

Ου μπαρμπα Μουτός μι του ηπιτιλίου τ άρχιψαν να ντεγκιάζουν τα μαξούλια των τσιαρπισνών που δεν τς φτουρούσει κι πουλί του παστάλιασμα.

Ου μπαρμπα Μουτός τς συντούκα στου ντέγκιαζμα κι άλνοι ουκλαδόν στου παστάλι, άντεις κι γναίκεις στν ίδια ουμάδα. Απου βραδύς ανταμόνουνταν αν δε θα εχν βαριά ή ξηρά απ του κρύγιου κι τα μούχλα στου κουί κι απ τα χαράματα ξικνούσαν μεσ του κρύγιου για δλειά.

Έκαμναν μουχαμπέτια κι πειράζουνταν κι ου μπαρμπα Μουτός καμιά φουρά τς φώναζει κι τς έλιγει :

-Τσιαμούκ πάρτι τ΄ δλειά σας ψηλά .

Στου σχόλασμα έκαμναν κι πλάκεις μεταξύ τς. Ου Μήτσιους παληκαρούδι τουν πείραζαν οι τρανοί. Τότες τουν λιέει μπαρπα Μουτός :

Άμα πχεις ένα κατουσταράκι τσίπρου ματαβρασμένου μουνουκουπανιά ταχιά θα σχουλάεις μια ώρα αρχίτηρα.

Ου Μήτσιους του σκέφκει λίγου, αρπάζει του κατουσταράκι γκλακ - γκλακ του κατηβάζει μουνουκουπανιά. Ηρταν κι γκούρλουσαν τα μάτια τα , γίνκαν σα μπουρλίδις. Κάνει κατά τς κότρεις κι χτάζει πηταμένου ένα κουμάτι παστουμένη γρουνίτκι ασλανίνα. Του μαγκώνει χλαπ του χλαπακώνει για να σβήσει την κάψα τ κι λιέει στουν μπαρμπα Μουτό :

-Μάστουρι κάηκαν τα σκώτια μ .

-Δε σ΄ είπα Μήτσιου μ να μη του πίνς ξηρουσφίρ(ι) .......

 Δήμου Α. Γιώργος

 

 

 

ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ

20 Ιουλίου 1969 Ημερομηνία ορόσημο γιατί ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι. Να πως το αντιμετώπισαν καμιά δεκαριά χρόνια πριν, οι Τερπνιώτες :

Τότις αρχίντσαν να γράφουν ιφιμηρίδις ότι οι Ρώσ(οι) χτύπσαν του φιγγάρ(ι) κι τάχα θα έστιλναν κι ανθρώπ(οι).

Η Τσιαρπίστα είνι μιτά ΄π΄ τ Νιγρίτα τρανύτιρου χουριό απ΄ταλλα τριγύρου.Είχι που προυπουλιμικά δυό σινιμάδις , γίνουνταν κι βόλτα τ΄ς γιουρτές .. Ιφιμηρίδις ήρχονταν κάθι μέρα κι πουλισυζητιούνταν για του φιγγάρ(ι). Τα γύρου χουριά απουμουνουμένα , είχαν την Τσιαρπίστα για πόλ(η).Η Νικόκλεια είχι σύμβαση για συνοικέσια. Τότι προυξινιά τα ήλιγαν.Τα κουρίτσια τ΄ςπρουτιμούσαν να παντριφτούν στην Τσιαρπίστα , για να φέβγουν ΄π τα καπνά, κι ας παν πάλι στα καπνά, αλλα στην πόλ(η).

Ετυχι ένα καλό πιδί , λίγου μιγαλουπαίδι, αραβουνιάσκει μι μία καλή κουπέλα, κι απου καλή οικουγένεια.Αφού γίνκει αρραβώνας , τ΄ν άλλη Κυριακή πήγι ου γαμπρός να διεί τ΄ ν αραβουνιασκιά τ΄.Αφού πρώτη φουρά ήρτι γαμπρός ου πιθιρός κάλισι όλου του σόι να διούν τουν γαμπρό κι να γιουρτάσουν.Εφαγαν ήπιαν κι έπισι του μουχαμπέτι για του φιγγάρ(ι)...Κάτ(ι) είχαν ακούσ(ει) κι έδουσαν του λόγου στουν γαμπρό.Τουν ρουτάει ενας αδιρφός τ΄πιθιρού τ΄ .

Αμπε γαμπριάκι , συ διαβά(ει)ζς φιμηρίδις, ια Πε μας τι είνι φτά π΄ακούμι;

Ναι λιέει σουβαρός ου γαμπρός.Χτες διάβασα πάλι.Αυτό γράφουν κι μάλιστα κι η Αμιρική ινδιαφέριτι.Οπους φαίνιτι εινι δύσκουλου αλλά η ιπιστήμ(η) προυχώρσι πουλύ κι καθόλου παράξινου μια μέρα να στείλουν κι΄ανθρώπ(οι)....

Ετριξι τα δόντια τ΄ ου μπάρμπας κι σκώθκι να φέβγει.Ου αδιρφό τ΄ κατάλαβι , κι βγήκι όξου μαζί τ΄ να τουν ησυχάσ(ει).

Κάτσει ρα αδιρφέ μη χαλνάς του μουχαμπέτ(ι).

Τι να κάτσου ρα γκαρντάσ(ι); Να ακουου μιταξουτές κουρδέλις; Ιμάς βρήκι να κουρουιδέψ(ει) ου έξυπνους ου γαμπρό σ;

Ε! αυτά λιέν ηφημηρίδις , αυτά λιέει.

Ναι κι θέλς να πιστέψου γω; Γιατί δε ρουτιέτι κείνους , του φιγγάρ μια γιουμίζ(ει), μια μπιτά(ει).Που στ΄ μανάκατ΄ θα σταματήσ(ει), όταν μπιτάει του φιγγάρ(ι) κείνους άνθρουπους

 

 

Τ΄ δάσκαλου μάνα

Γίνκει στ Νιγρίτα..

Μια τέτα κατέφκει στναγουρά να ψουνίσ(ει) για τουν γιό τς κάτ που την παράγγειλει. Παένει στ αρουματουπουλείου τ΄Σάκη τ΄ Τζιτζή.

Καλημέρα

Καλώστην. Τι να σι δώσουμι ;

Αμπρέ μ΄ έστειλει του πηδί μ να αγουράσου κάτ πράματα, αμά έτσι που μι τα πει τα στόισα . Α! δουκήθκα, δώσιμι σαπούνι απ αυτό που πλένουντει δασκάλοι.

Μουσκουσάπνου θέλς ;

Α έτσι του είπει.

Άλλου ;

Μ.μ.., α, μια αλφή που βάζουν στα μούτρα τς άμα ξουρίζουντει.

Αφρό ξυρίσματος

Α έτσι του λιέν . Κόμα μια αλφή για του στόμα.

Έναν κουληνό για τα τα δόντια

Ναι ναι κι ακόμα ένα .. Αυτό που βαζ, στα μούτρα, όχι σπίρτου για του καμινιέτου, άμα ξουρστούν

Πάρει κι μια κολόνια ξυρίσματος

Άλλου ;

Όχι , όχι αυτά μ είπει.

Κουρμάδα τέτα στραβά κτσά έδουσει κι κατάλαβει Σάκης τι χάληβει !!!

 

 

 

Λόγω εκλογών .

Δυό πρόιδροι στου χουριό μας, γιρουνταδις πλιά, μάλουναν στν πλατεία στου τσιαρσί κατ απ΄ του πλατάν(ι). Ου ένας κατγουρούσει τουν άλλουν γιατί δεν έκακει χρήσμα έργα στου χουριό

Αρά Βαλανά, γιαπαντζίθκου σκλί, ήρτεις στου χουριό μας κι σι βάλαμι κουτσιάμπαση. Τι έκανεις ; Ένα αιρουπλάνου (γέφυρα) στου μαχαλάς να τσακίζουν τα λιανά τα φασούλια Νιγκουσλαβνοί .

Άργασει πάππους και μι μια αγριουφουνάρα λιέει

Να φας τ καλίναμ κι τουν κόλουμ αρά τσιουμπλιάρη. Έκανεις ένα σιουλνιάρι στουν Σαρπυχνό τουν πουταμό για να πουτίζ τα πρόβατα σ΄ κι σ΄ ένα χρόνου έστηψει κι σκώθκαν τα μπαστούνια, αλλά ηυτυχώς τ΄ς χώρσαν .

 

 

Δόλια μάνα ..

Μια μέρα που γίνουνταν σηργιάνι στου παλιό του σκουλειό, έστησαν χουρό τα πηδιά κι τα κουρίτσια τ χουριού, κει ντε στου νυφουπάζαρου.

Κει μαζέφκει όλου του χουριό κι ξέχαναν του χουρό. Κοίταζαν ποιος ή ποια χουρέβ καλά.

Μια τέτα στρημώχνει να διεί του χουρό. Κείν τν ώρα χόρηβει προυσνέλα ένα παλκάρι. Τ΄ φάνκει ότι δεν χόρειβει καλά κι έχανει του βήμα τ. Ρουτά τσλουγυρστές ;

Ποιος σέρλιαβους είνει αυτός που χουρεύει μπρουστά σα κλόχειρους, κι ασκήμηνει του χουρό ;

Α! θειά δεν τουν κατάλαβεις ; Του πιδίς είνει.

Α! Γιαυτό ομόρφηνει χουρός ! ! !

 Μάνα κι πάλι μάνα ..

 

 

Τ΄ αλώνζμα

Τα παλιά τα χρόνια, τ΄ αλώντζμα γίνουνταν μι τα ζώα. Τ΄ βαζαν στ΄ ντουκάνη γυρίζουντας λόγγεις μες του λιουπύρ(ι) μέχρι ν΄ αλουνστεί του στιάρ(ι). Μιτά άλλη φασαρία. Άι να φσύξει αέρας για λίχνισμα.

Αργότιρα βγήκαν μηχανές που αλώντζαν.Τς΄ έλιγαν πατόζεις. Ευκουλία σι μια μέρα μπήτζεις τ΄ αλώντζμα. Μιτά παρουσιάσκαν πιο σύγχρουνα μηχανήματα. Κουμπίνεις τς έλιγαν. Δεν χρειάζουνταν ούτι να θερήις, ούτι διμάτια να κουβαλήις. Έμπεινει μές του χουράφ(ι) ταθέρστου, του θέρζει κι ταλώντζει, του λύχνιζει, κι μάζειυει του στιάρ(ι) στα τσιουβάλια. Αμά ραχάτ! Εξέλιξ βλέπς. Έβγαλαν πουλνοί κουμπίνις κι μέχρι που έψαχναν για πιλάτις.

Μια μέρα ου Κώτσιους κάθουνταν κατ στουν ίσκιου στου πλατάν(ι) στου τσιαρσί, κι έπινει του ρακί τ. Ά κι ένας κουμπινιέρς τουν λιέει :

-Ει Κώτσιου παένου τς Αγραμάδις γι αλώντζμα. Έλα κι συ να πάρουμι κι του θκος του στιαρούδ(ι).

-Ε! κι τι μη χαλέβς μένα ; Σάματι γω θα τ αλουνίσου ; Τι να μι κουβαλάς μ αυτή τα ζιστιάκα ;

-Αι μπάριμ φέρει τσιουβάλια.

-Ναι μωρέ, σάματι δεν έχς συ τσιουβάλια. Μια που θα πας αλώνστου, φώρτοστου στου Ντάτσουν κι φέρτου.

Τα απόγυμα που γύρσει κουμπινιέρς πάλι κει τουν βρήκει.

-Ει κόμα δω είσυ ρα ; άι σήκου να πάμει του στιάρ(ι) στου σπίτ(ι).

-Μια κι είνει φουρτουμένου, κάνει τουν κόπου κι πάντου στ Μπλαντίκα του μύλου κι άμα τ΄ αλές(ει), θα του φέρει κείνους τ αλεύρ(ι). Τράβα κι άμα ρθεις θα ση κιράσου ένα πηνηνταράκι μι καλό μιζέ.

Μετά από κανα δυό μέρις, να ένα φορτηγό τ Μπλαντίκα μοίραζει αλεύρια στα σπίτια. Βρήκαν τουν φίλου μας τουν Κώτσιου κατ απ του πλατάνι.

-Έλα να πάμει τ αλεύρι στου σπίτ(ι)

-Άξει δω, του σπίτι μ είνει πουλύ μακριά.(ψέμα, κουντά ήταν). Αμα για τν ευκουλίας πάντου στουν φούρναρη τουν Τάκη κι πέστουν ταχιά θα πάου να πάρου τα κουπόνια.

Όταν πάει να πάρει τα κουπόνια τουν λιέει φούρναρης

-Πάρει κι τν απόδειξη που μ έδουσει μυλουνάς, να κι δικαπέντι κουπόνια.

-Ει γαμώ το στανιό τ . Τι λιέει ρα ; Τρία στρέματα στιάρ(ι), ούτι για δέκα μέρις ψουμί ; Να βράσου τ ευκουλίις.Καλά λιεν , ξένοι δλιέβ, ξένοι τρών ! .

 

 

ΤΑ ΓΙΑΤΡΟΥΣΟΦΙΑ

 Πριν πουλά χρόνια, ήρχουνταν στου χουριό μας ενας γέρους, που κανένας δεν ήξηρει από πού κρατάει σκούφια τ, φουρτουμένους ένα σουρό σακλούδια γιουμάτα βότανα κι γιατρουσόφια. Κρατούσει κι ένα τσιουμάκι για τα σκλιά. Τότις δεν μπουρούσεις να γυρνάς μες στου χουριό χουρίς τσιουμάκι. Τουν ήξηραν όλις οι γριές, σιαυτές πλούσει τα βουτάνια.

Μια μέρα στουν απαν του μαχαλά κάθουνταν κάμπουσις τέτεις μι τα εγκουνούδιατς. Έκατσει κι πάπους Χαράλαμπους να ξιαποστάσει κι να δείξει τα γιατρουσόφιατ.

Τι μας ήφειρεις Χαράλαμπη. Ια να διούμι

Άνοιξει τα σακλούδια τ κι αρχίντσει να ηξηγεί

Αυτό είνει για θέρμη, τάλου για του βγάλσμου. Αυτό είνει καλό άμα σι δαγκάνει βούζα κι για όλα ήληγει ότι είνει για όλις τς αρώστιες κι ψούνζαν τέτεις

Στου μουχαμπέτι που έκαμνει μι την μάμου Ντίνινα, που φύλαει δυο μικρά εγκουνούδια, ρουτά Χαράλαμπης

- Πόσα εγκόνια έχς μαρί ;

Τέσσηρα

Αγόρια ;

Θεός φυλάξει, μαζί μας τάχουμι, άκου αχώρια μια σταλιά μικρά. Τι λιες χριστιανέ μ

Μαρί γω σι ρώτσα αν είνει σερνκά ή θυληκά. Ναση βρη του καλός

Τσίρκα, στθυλιά, τι τσιρώνια Αιβασιλιώτκα είνει ; δεν μπουρώ να συνηνουηθώ μαζί ς

Σκέφκει λίγου Χαράλαμπους

Γω σι ρώτσα άμα τρανέψουν άντροι θα γιένουν ή γνιέκεις

Α ! αν είνει αντρίκια ή αγνέκια, να ση πάρει ευχή, τι κατσκούδια είνει ; αυτά είνει ανθρουπούδια, τα δυό είνει πηδούδια κι τα δυό κουρτσούδια.

Πάλι δεν κατάλαβει Χαράλαμπης, πήρει τα σακλούδια τ κι έφκει

 

 

Του γκάζι

 Τα παλιά τα χρόνια στου χουριό μας δεν είχει πουλλά καφηνεία. Κιαυτά που ήταν γιόμζαν μι νέοι. Όσνοι ήθηλαν να πιούν ρακί χουρτασκό, πάειναν στ Νάσιου τ΄Αγγηλάκα του μπακάλκου. Ένα πουτήρι ρακί, μια δραχμή. Τρανά πουτήρια .Έπηρναν καμιά σαρδέλα απ του βαριλούδι, καμιά ηλιά, γίνουνταν του μουχαμπέτι.

Ήταν τουν κηρό στα σκαλίσματα ..Ένας ταλαίπουρους μόλις είρτει πτ του χουράφι βραδάκι.Τουν έστειλει γναίκα τ να πάρει γκάζι, ν ανάψουν τ λάμπα. Χτάζει όλνοι κάθουντει αράδα κι πίνουν ρακί. Είχει ένα τάληρου όλου κι όλου. Σκεύκει .. Δεν πίνου ένα ρακί ; κι παίρνου λιγότηρο γκάζι !.. Του πρώτου ούτι που του κατάλαβει. Α, κόμα ένα. Δεν παίρνου ηκατό δράμια γκάζι. Θα πουρέψουμι πόψη κι ταχιά.

Ούτη κατάλαβει πότη μπίτσει του τάληρου . Παίρνει του γκαζηρό άδειου, πάει στου σπίτι.

- Που είσει ρα αχαίρηφτη ; Πούνι του γκάζι, πηδεύουμι μι τ σκουτίδα να κάνου φαί. Τουν λιέει γναίκα τ

Τι να πει ; Χτάζει σιαπάν . Είχει ένα φιγγάρι μέρα

Δε χτάζ μαρί. Μη τέτοιου φιγγάρι, στρλωσει την τάβλα να φάμει δω στν αυλή. Τι του χαλέβς του γκάζι ; Αυτό του φιγγάρι για μας τς φτουχοί τόδουσει Θεός

 

 

 

Τα Γηρακαρνά

 Του μουχαμπέτι γίνουνταν στου ραφείου τ Βασίλη Τσιλιμπή. Πουλνοί χασουμέρδις μαζεύουνταν τ απουγέματα. Κάποιους ανάφερει για τα Γηρακαρνά. Έλειγει ότι τα Γηρακαρνά είνει ζαχαρουπλαστείου .Πράγματι είχει απ όλα τα φρούτα. Αρχηνούσαν πρώτα γκάσεις, βύσινα, τζιόρτζιλα, κιράσια, μήλα, καρπούζια κι μπόλκα σύκα ..Όλνοι συμφουνούσαν ότι πράγματι έτς ήταν, όταν κάποιος απ την παρέα ρουτάει.

-Ποιος μπουρεί να μι πει, πως ζουν αχιλώνις στα Γηρακαρνά, τουν Αύγουστου μήνα κι όλου του καλοκαίρι, που σκάει τζίτζικας κι ζηματάει άμμους, χουρίς νιρό ; Από πού πίνουν νιρό κείνεις αχιλώνις που είνει κι πάρα πουλιές ; Έλα ντε ;

 

 

Οι κιουφτέδις

Ζούσει στου χουριό μας μπαρμπα Ηρακλής. Μιγάλη οικουγένεια, ένα σουρό πιδιά, φτώχεια καταραμένη

Μια μέρα ντέγκιαζει καπνά τ πάππου τ Μιχάλη τ Καρούση σ έναν ουντά μιγάλου που είχει μέσα κι φούρνου. Μα κι οικουγένεια τ Καρούση μιγάλους ταιφάς.

Μια μέρα γιαγιά έκανει ένα μιγάλου σινί κιουφτέδις. Όταν ξιφούρνησει τα άφσει κάτ να κρυγιώσουν λίγου. Γιαγιά έκανει του καλό τα. Έβγαλει στου πιάτου έναν κιουφτέ κι λίγου ψουμούδι.

Αι Ηρακλή, γέψει κι συ λιγούτσκου .. Αλλά μπήτσει του ψουμί

Γιαγιά δε μη δίνς λίγου ψουμούδι να φάου τουν κιουφτέ μ ;

Αι ! Αι πάρει. Αλλά τώρα μπήτσει κιουφτές

Αν κάνς του καλό σ γιαγιά, δε μη δίντει κόμα ένα κιουφτέ να φάου του ψουμούδι μ ;

Πάρει Ηρακλή

Μια τειλείουνει του ψουμούδι τ μια τειλείουνει κιουφτές. Χόρτασει για καλά Ηρακλής.

Α !!!Ηρακλή, ένα μπηλιούκη θελ να φαν απου δω. Συ κόντηψει να φας του μισό σινί .. βάλ νισάφι .

 

 

Τα σκαρπίνια

 

Κείνα τα κιόρκα τα χρόνια, ενας πατέρας είχει πουλά πηδιά. Ένα ήταν λιγούτσκου μπουνταλάς. Τότις είχει βγει μια μόδα μι τα παπούτσια.Σκαρπίνια τάληγαν. Κόκκινα δύσιουλα μι κουρδόνια.Λιέει στουν πατέρα τ.

Θέλου παπούτσια κόκκινα σα τ Μήτσιου. Σκέφκει πατέρατ . Που στου διάουλου τα δουκήθκει ; Αυτά εινει ακριβά

Αρά χαμένη, τι χαλέβς τα κόκκινα τα παπούτσια ; Μη χτάιζ κείνουν. Κείνους είνει μπουλσηβίκους. Θέλς κι συ να γιενς τέτιους ;

Όχι μπαμπά

Θα σι πάρου μαύρα, που έχουμι κι μαύρη μπουιά να τα βάφς κάθι μέρα.

Κάνσει του πηδίτ Παένει του αγουράζει ένα ζηβγάρι μαύρα λαστιχένια αλυσίδα.

Χαρές του πηδί τ .

 

 

Του γκαρσόνι

Προπουλεμικά ου Καρύδας είχει ηξοχικό καφηνείου στ Νιγρίτα στην τοποθεσία Μακεδονία, κι ψώνζει ψουμιά απ τουν φούρνου τ Ρίζου.

Ο Ηρακλής είχει όλα τα πιδιά τα μικρά κι δύσκουλα τα έβγζει πέρα. Παίρνει λοιπόν μια κλάκα που έβαζαν οι γναίκεις στα κιφάλια τα, όταν δούλειυαν του καλοκαίρι στα χουράφια. Τ βάζει στου λουρί τ σαν πουδιά. Ένα μικρό μπλουκάκι στου τζεπούδι στν άσπρη τ πουκαμίσα κι ένα μουλίβι στ αυτί τ .

Παένει στου φούρνου αηράτους.

Καλημέρα

Τι χτάζου Ηρακλή ;

Τι να κάνς, α, να βγάλουμι κανένα μηρουκάματου, τώρα του Σαββατουκύριακου

Που δλιέβς ;

Στουν Καρύδα κι μι έστειλει να πάρου τα ψουμιά. Δέκα σι μπαστούνια ...κι βγιάζουντει να κάνουμι ετοιμασία.

Παίρνει τα ψουμιά κι τα πάει στου σπίτι τ.

Χόρτασαν τα μικρά φιντούλα.

 

 

 

Του καρούλι

Ένα φτουχαδάκι που αγαπούσει πουλύ του ρακί, όλη τν ηβδουμάδα ηπινει βιρισέ. Πάει του Σάββατου που πληρώθκει απ τ δλειά τ , να πιεί κανένα και να ξουφλήσει του μπακάλη.

Τι χρουστώ μπράτμη ;

Χρουστάς εικατον εικουσι δυό μιση δραχμές

Από πού , ρα, τόσα ;

Να διες, κάθι μέρα ρακί τόσου, κρασί τόσου, τσιγάρα, σπίρτα, ρακί, κρασί, κουνιάκι, μέντα, ρακί, ρακί, εικατόν είκουσι δραχμές. Α! ξιέχασα κι ένα καρούλι δυόμιση δραχμές.

Τι καρούλι, ρα ;

Να πέρασει μια μέρα γνιαίκα σ κι πήρει ένα καρούλι να σι μπαλώσει του πανταλόνι σ

Αμ αυτά είνει που δε μας αφήν ν ανοίξουμι τα μάτια μας. Είνει ανάγκη να τα δώς καρούλι ; που να πάρει ου διάουλους. Εχου εικατό είκουσι δυό δραχμές όλου κι όλου.

Τώρα πως θάπινει ρακί ! Δεν ξιχρειώνουνταν. Έφτηγει του καρούλι ..

 

 

 

Του σκλι τ τσιουρμπατζή

 Ένας τσιουρμπατζής ήθηλει να πάει στου Χατζηλίκι. Πήγει στου γείτουνα τ , ένα φτουχαδάκι που είχει δυό πηδούδια κι δυό κουρτσούδια κι τουν λιέει.

Άκσει δω γείτουνα. Θα λείψου κάμπουσεις μέρις, αλλά σι παρακαλώ να μι χτάζ του σκλί μ . Πάρει ένα χιλιάρκου κι κάθι μέρα να παίρνς κρέας απ τουν κασάπη, γιατί αλλου τίπουτα δεν τρώει.

Α μη σι νοιάζει, θα του χτάζου.

Παένει του ταχιά κι παίρνει παπσούδια, πανταλουνούδια, φουστανούδια, παλτούδια κι μια ουκά κρέας.

Του σκλι του έδεισει στη σουχά πτου κλήμα στν αυλή. Του ρινει ένα κουμάτι ψουμί, του βάζει κι ένα χρουμπούλη μι νιρό !! Που να φάει ψουμί του σκλι !! Άμα πέρασαν κάμπουσις μέρις του ψουμί ξηράθκει. Δεν μπουρούσει να του κόψει σκύλους. Μπαίλτσει πτην πείνα.

Μια βραδιά μόλις γύρσει που τ βάλτα, αποσταμένους, ακούει του σκλι να γαυγίζει. Του μαλώνει, τίπουτα

Αρπάχνει ένα κρουμύδι τρανό, του μαγκανίζει για να του βαρέσει. Του σκλι , ταρπάζει στουν αέρα, στου στόματ κι τόφαει του κρουμύδι .

Άκου δεν τρώει τίποτα, μον κρέας !!!

 

 

 

 

Του φάρμακου

Κάποιους ταλαίπουρους, καλός οικουγεινιάρχης αλλά μηρακλής στου πιουτό. Ένατ κουρίτσι τούχει παντρημένου στα Σέρρας. Ου γαμπρόςτ είχει μαγαζί μπαρ. Πρώτη φουρά άκουσαμι τι ζαναιατ είνει αυτό. Ταμασιά μηγάλη .

Εντομεταξύ απ του πουλύ πιουτό βλαφκει υγείατ . Γιατρός τουν απαγόρηψει του πιουτό. Λιέει στ γναίκατ

Ά, θα πάου καμιά βόλτα να διώ τι κάνουν τα πηδιά κι να ξηφεύγω απ τς παρέεις μια κι δεν κάνει να πιώ ρακί ..

Να πας άντρημ, να πας.

Πήγει γειτόνιψει τα πηδιά τ στα Σέρρας. Τουν πηρηποιήθκαν καλά τα πηδιά τ. Του τι τουν είπει γιατρός τσιμουδιά . Χόρτασει να πίνει ότι ήθειλει. Όταν γύρσει στου χουριό λιεει στ γναίκα τ

Α του έρμου μη ξαναπείραξει του σκώτι μ κι τα πηδιά μι παν στου γιατρό, κι μιέδουσει ένα φάρμακου. Είπει να μι δίντει ένα πουτηρούδι μικρό, προυί, μησημέρι, βράδυ.

Α καλά μπάριμ. Να μησημέρι είνει τώρα, να σι βάλου ένα πουτηρούδι.

Μιτά από μιρικές μέρις ήρτει θυγατέρατ να τς δγιεί.

Απου τότις που τουν πήγατει τουν πατέρα σας στουν γιατρό, κι τουν έδουσι κείνου του φάρμακου, γίνκει καλά.

Ποιο γιατρό ; Τι φάρμακου μι λιές ; Απόρσει θυγατέρα

Να μαρί, να σι δείξου κι τμπουτέλα άδεια, νατην .

Ποιο φάρμακου μαρ μάνα. Αυτό είνει ουίσκι. Τουν έδουσει δώρου γαμπρότ

Μαρίι τουν αφουρησμένου μι ξιγιέλασει ...

 

 

 

Τα σαμαριάτκα

Στ΄ βουνουκουρφές τς Πίνδου πριν απού πηνήντα χρόνια τα αυτουκίνητα ήταν άγνουστα. Η συγκοινουνία γιένουνταν μι τα σαμαριάρκα. Μόνουν αυτά μπουρούσαν να κυκλουφουρήσουν στ δρόμοι που υπήρχαν τότις. Αλλά κι αυτά λιγόστειψαν λόγου τς ανώμαλης κατάστασης (σαράντα ως του πηνήντα).

Τουν ρόλου αυτόν τουν ανάλαβαν οι γναίκεις. Οι άντρεις έβουσκαν τα πράιτα ή τα γίδια. Κι γναίκεις εκτός απ να τρανέβουν τα πηδιά έπρειπει του γάλα να μαιλαντούν, τυρί, να ντρουβανίζουν του γιαούρτι για να βγει του βούτηρου, να κάνουν κουμάντου τα ξύλα για του χμώνα. Τα τσάκνα για του φούρνου, να μαζιέψουν κάστανα να τα φουρτουθούν στην πλάτη κι να τα πλήσουν. Τα κατέβαζαν στου παζάρι κι αγόραζαν αλεύρι κι ότι άλλου χρειάζουνταν για του κουνάκι. Του σπουδαίου ήταν που δεν παραπουνιούνταν.

Μια μέρα κατέβεινει ένα αντρόινου κι πάεινει στου παζάρι, ίσαμι δεκαπέντει χιλιόμητρα απόστασ(η). Ου άντρας μι τ γκλίτσα τ στου ένα χιέρ κι μη τ΄ άλλου κρατούσει τουν λουλά στου στόμα τ. Ψιλόβρειχει του προυί. Σι λίγου βγείκει ήλιους. Η γναίκα ήταν φουρτουμένη ένα τσιουβάλι κάστανα στην πλάτη, έναν τρουβά στουν ώμου τς κρέμουνταν καθώς πηρπατούσει σκυφτά κι μι τα χέρια τς έπλεικει ένα τσιουράπι. Άμα βγήκει ήλιους, βγάζει τσέλιγκας του κουντουκάπι τ, του διπλώνει κι του ρίχνει στου σαμαριάρκου που κουβαλούσει του τσιουβάλι. Δεν άντειξει ένας φαντάρους που τυχαία βρέθκει κει κι λιέει στουν τσέλιγκα

Σα δεν ντρέπεισει. Αντί να πάρς συ του τσιουβάλι, φουρτώνς κι την κάπα σ απού παν ;

Ου τσέλιγκας νηρτσιώθκει. Η γναίκα τ, όμους πουνηρή, πριν πει τίπουτα κείνους, κατάλαβει ότι άντρατς πειράχτκει, γυρίζει κι λιέει

Ημείς ιδώ τς άντρεις τς προυσιέχουμι γιατί ξηνιτεύουντει κι μας αφήν μουναχιές !.

 

Έτσι εξηγείτει κι ένας διάλουγους απού δυό τσιλιγκάδεις που έβουσκαν τα πρόβατα τς, ου ένας σι μια ράχη κι γιάλλους απού δω μηριά τ΄χαράδρα.

Γεία σου ορέ Μήτρου

Γειά κι χαρά ορέ Νάσιου. Τι χαμπάρια ;

Καλά , καλά ορέ Νάσιου. Τα συγχαρήκια μ . Έμαθα πάντρηψεις τουν γιο σ

Φχαριστώ. Τι να κάνου ορέ Μήτρου ; Δεν είχα σαμαριάρκου.

Αυτά τα είδα κι τα άκσα όταν υπηρητούσα φαντάρους σι κείνα τα μέρια

 

 

Μουχαμπέτια κυνηγών .

 Παιόντας στου μπαίρ(ι) , μια παρέα ξυλάδις , ταμάμ έφτασαν στ΄ Μπούλα κι έκαμναν μουχαμπέτια διάφουρα. Ένας τς παρέας λιέει :

Σουπάτι να σας πω τι γίνκει προυχτές την Κυριακή ιά δώισα στ΄ Γιράκα τα χουράφια.

Τι ρα γίνκει ; ρουτάει γιάλλους

Προυχτές απουλιέτει , είχα πουλύν κηρό να βγω για κυνήγι. Σκώθκα χαράματα , πήρα τ΄ σκύλα κι του κτάβι να μαθαίν(ει) να παίρν(ει) μυρουδιά. Ταμάμ έφτασα έ κία στ΄ Ραχώνη . Στάθκα στναπάν τ΄μηριά, κι απόλκα τα σκλιά.

Ως νανάψου ένα τσιγάρου, ακούω τ΄σκύλα κλιάφ , κλιάφ , κλούπ ,απού καταπόδι κι του κταβούδι ξηπέταξαν τουν λαγό. Χτάζου , μπρουστά λαγός καταπόδι σκύλα κι του κτάβι . Καμιά φουρά τουν χτάζου έρχητει. Πήρει τουν ανήφουρου. Α! α! έρχητει . Γουνατάου τουν σμαδεύου καλά στου στόχου. Ερχητει τουν σμαδεύου ιά δω στην κίτσα ( κι έδειξει μη του χέρι τ του γλέφαρου τ )

Ε τι γίνκει ; τουν πήρεις μπάριμ ;

Στας ντε να δγείς . Τουν σμαδεύου καλά ια στην κίτσα , άμα ζήγουσει κία στου γκάγκαρου τουν πατλαντάου μιά , έπεισει λίγου ως να έρτει σκύλα ξανασκώθκει .Ζάτλε κούτλε φεύγει στ΄μηριά.Αμα τουν πρόλαβει σκύλα κι τουν πλάκουσει. Παένου τουν παίρνου κι τι να δγιώ !

Αρα ινώ τουν σμάδηψα ια δω στην κίτσα , ε που στου διάβουλου τουν πήραν τα σκάια στα καταπουδνά ; ..

 

 

Ζαβουνατζιάθκα

 Δυό κουντουχουριανοί υπηρητούσαν φαντάροι στην Κρήτη σ ένα τάγμα Μηχανικού. Φιλαράκια κοιμούνταν στου ίδιου αντίσκοινου. ¨εκαναν τότις ένα στρατιουτικό αηρουδρόμιου στου Τυμπάκι. Τη δλειά τν έναναν μπουλντόζεις κι τα γκρέιντερ, αλλά κι φαντάροι μι τα φτυάρια κατά πόδι ίσιαζαν. Μετά του προυινό ρόφημα, φτυάρια, κασμάδεις κι στη δλειά, ως του μησημέρι. Μετά του γεύμα μια ώρα ξιαπόσταμα κι τ απόγημα ξανά του ίδιου.

Ου ενας ήταν μάγειρας, δεν τουν ένοιαζει κι πουλύ, μπουρούσει να χουζουρεύει .

Ένα μησημέρι βάρησει σάλπιγγα για δλειά. Λιέει γιάλλους

Άρα μπαγάσα καλότχιας. Μεις θα πάμει μες τ ζηστιάκα κι συ θα κάθησει στουν ίσκιου. Αμά κι γω δε θα πάου στη δλειά.

Μωρέ θα πας κι χουρό θα κάνς

Τώρα θα δγιείς.

Σκώνειτει λίγου αργουπουρημένους, μη λιτά τα κουρδόνια τ απτ άρβυλα, του μπερέ στου χέρ, γιέρνει κι τουν πατσιά τ στ μηριά, κι μι τάλου του χέρι κρατά του ζνήχι τ. Πάει στου λουχαγό που έκανει προυσκλητήριου. Τουν χτάζει λουχαγός

Τι χάλια είνει αυτά ; Έμπα στ γραμμή

Κυρ λουχαγέ ηπιτρέπειτει ;

Τι θέλς ;

Τώρα που κμούμαν λαγκάχκει του ζνήχι μ. Έπαθει αδραχτήτς .. Μι πουνά πουλύ δεν μπουρώ να σκώσου του πατσί μ απ τουν πόνου.

Έλα δω. Τουν λιέει λουχαγός κι τουν πιάνει μι τα δυό τ τα χέρια του κιφάλι τ κι κάνει να του σκώσει στα ίσια. Πατά ένα αγκάρσμα κείνους .

Μη . όχ οχ .. Ξηπάσκει λουχαγός τραβάει τα χέρια τ κι τουν λιέει

Πάεινει ξάπλουσει κι ταχιά προυί στουν γιατρό .

Αυτό ήθηλει κι αυτός. Γύρσει κι είδει τουν κουντουχουριανό τ που παρακολουθούσει κι άμα τουν είδει δάγκασει τ γλώσσα τ για να μη γηλάσει. Του ταχιά πάει στουν γιατρό, τουν έδουσει κατ χάπια κι τρεις μέρεις ηλεύθερος υπηρησίας !.. Τα χάπια τα πέταξει αλλά βρηκει τουν μπιλιά τ ου μάγειρας να τουν κουβαλάει του φαί τ στου τσιντήρ προυί μησημέρι βράδυ. Τι να κάνει είχει ούχου του πηδί. Αδραχτήτς στου ζνήχι δεν είνει παίξει γέλασει. «είδει αλιπού τουν κώλου τς κι θάρσει είνει γιαράς»

 

 

 

 

 

ΚΑΤΑΨΙΟΥ

Προυπολεμικά ένας χωριανός μας σπούδαζι στην Αθήνα. Του Πάσκα ήρτη στου χουριότ' μι τ' ραβωνιαστικάτ. Τότες οι περισσότερες γναίκης στου χουριό μας φουρούσαν μακριά φουστάνια. Η αραβωνιασκιατ' ήταν αλλιώς ντυμεν' : ένα καπέλο, ματογυάλια μαύρα, τσουράκια στα ' φτιατς, βαμμένα αχείλια, το φουστάνιτς ως τα γόνατα, διαφανές, ξώπλατο, μπόλκο καρρέ, τα νύχια βαμμένα στα χέριατς, μι πουλλά μπηλτζούκια. Για παπούτσια κατ' σαντάλια και κατ' λουράκια τυλιγμένα στα καλάμιατς. Βαμμένα και τα νύχια στα πουδάρια κι φτέρνες...Έναν τρουβά στον ώμο κρέμουνταν τάχαμ τσάντα... Πραγματικό αξιοθέατο !

Πάηναν στην Κηφισιά να δηουν τσ' κούνις. Περνώντας απ' τον απάν' μαχαλά στουν ίσκιουν σ' ένα ντβάρ' κάθουνταν κατ' γερόντια, τα' χηρέτσαν, έιπαν χρόνια πουλλά, κι ένας πάππους πιο πέρα κάθουνταν μουναχός .

-Τι καντς μπάρμπα Γιανν ; , τον ρώτσε.

- Καλά, του λόου σας ... Τι να κάνου, ια δώια στουν κατάψιου. Χτάζου μας ήρτης μι κοκόνα.

- Ναι, είνι ραβουνιασκιάμ.

- Μασιαλά, που να μην βασκαθείς κουκόναμ !

Μόλις ξεμάκρυναν λίγο ρουτάει η κοκόνα: " Αγάπη μου, τι γλώσσα μιλάνε εδώ ;"

- Ελληνικά, αλλά χωριάτικα, της απαντά το παληκάρι.

- Δεν κατάλαβα τι θα πει κατάψυχος.

- Δεν είπε κατάψυχος, αλλά κατάψιους, που θα πει δροσιά.

- Και γιατί μ' έφτυσε ;

- Α, ναι , όταν θαυμάζουν κάτι το φτύνουν για να μην το ματιάσουν.

- Α, προλήψεις..

- Έτσι πές το.

- Κι εσύ αλλιώς μίλαγες μαζί τους.

- Τσιαρπισνός δεν είμι ; δεν είν' εύκολο να αστοχήεις τς ρίζες σου. Όταν σπουρίζεις Τσιαρπισνά γιομίζ' το στόμα σου.

Λόου, πρώτη φορά σε ακούω. Να με μάθεις και μένα Τσερπισνά

 

 

 

Διακουπές στ θάλασσα

Κειν τα χρόνια, τέλους Ιούνη κάπους αλάφρηναν δλειές. Μπήτζει καπνουφυτεία, του θέρους, τα σκαλίσματα. Προυμήν αρχινίσει του σπάσμου τα καπνά, κι τ΄αλώνζμα έκαναν ένα διάλλειμα.Τρανή γουρτή ταιπουστόλι. Τρείς μέρις γιουρτή. Μιρικοί πάηναν στου Σουχό, τρείς μέρις παναίρι, πουλνοί όμους πάηναν στ θάλασσα, στου Τσάγηζι κει που είνει σήμηρα του χουριό Κερδύλια, ήταν όμους θουλό

του νιρό απτου Στρυμώνα. Για καθαρή θάλασσα πάηναν στου Λουγκάρη. Κει είχει πουλλά πλατάνια κι ένα σιουλνιάρι, έτρηχει μπούζ(ι) νιρό. Κει στήνουνταν τα τσιαντήρια, απου κατ στουν ίσκιου στα πλατάνια παρέεις παρέεις. Η συγκοινουνία γίνουνταν μι τα κάρα όσνοι είχαν ή μι τα σαμαριάτκα. Ξικνούσαν απόγημα, στουν μισό του δρόμου, ξέζηβαν να ξιαπουστάσουν τα πράματα κι να βουσκήσουν σι κατ απουλιάνις. Κει όδη κει κοιμούνταν. Τάιζαν τα κνούπια γιατι είχει πάρα πουλλά. Του προυί σκόνουνταν μι πρησμένα μάτια πτα κνούπια.

Χαράματα μι τ δρουσιά ξικνούσαν. Τνώρα πέβγηνει ήλιους έφταναν στου λιουντάρι. Τι θηρίου πράμα, δε χόρτηνεις να του χτάζς, αφου μες του στόματ είχαν φουλιές γκαήλεις !!

Κουντά του γιώμα έφταναν στα πλατάνια. Τα φαγώσιμα τα τρουβαδιάζουνταν απ του σπίτι.Ψουμί, αρνήθεις ζουντανιές για σφάξμου, ζαρζαβάτκα, τσιανάκια, τσιουμπλιέκια ότι τσχρειάζουνταν κι πηρνούσαν μια βδουμάδα αλιώτκη απ τς άλλεις .. Έκαμναν κι μπάνιου στ θάλασσα. Όσου για μαγιό, α, μη ρουτάς. Οι άντρεις μι τα μακριά τς τα βρακιά κι γνιαίκεις φουρούσαν ολόσουμεις φούστεις ως τα νύχια, κι για να μην τσκώνει του νιρό τσέπιαναν κατ χαμπλά μι παραμάνεις. Ξάπλουναν στα ρηχά, κει που σκάζει του κύμα, αυτό ήταν του μπάνιου ! Οι άντρεις ήξηραν μπάνιου, μάθηναν στου καράσου όταν βουσκούσαν τα βόδια ή στουν βήρακα στγκουστίλα στου μπαίρι..

Άμα μπήτζει βδουμάδα, μάζηβαν τα τσιαντήρια κι γύρζαν μι του ίδιου εισητήριου, γιατί τς πειρήμηνει τα αλώνζμα κι του σπάσμου τα καπνά κι πιρημηναν πότ θα ξανάρτει Ταιπουστόλ του χρόν ..

 

 

 

Καταραμένη φτώχεια

Του μουχαμπέτι γίνκει στου παστάλιασμα. Ένας πασταλτζής πιο μιγάλους στν ηληκία απου μας μας έλειγει ;

Μια μέρα που λιέτει μήρτει όρηξη να ζυβγαρώσου μι τ γναίκαμ. Του σπίτ μας ενας ουντάς. Τρία πηδούδια , άλλου έγραφει, άλλου διάβαζει, άλλου έπηζει . Λιέου τ γναίκα μ

Άντι μαρί .

Α! παλάβουσεις ;μπρουστά στα πηδούδια ; δεν αντρέπησει ;

Να μαρί δίπλα στν απουθηκούδα.

Είχαμι δίπλα μια μικρή απουθηκούδα για τα ζάκατα. Σκάφεις, καζάνια, σκαλστήρια, διρπάνια τέτοια..

Που κειμέσα θα γιάνουμι χάλια. Δεν είνει καθαρά.

Στρώσει καμιά μπούρτα. Τι να κάνει κουρμάδα

Αιντη μπάριμ, έτς ας γιένει αφου λύσιακσεις .

Παένου κι γω στν απουθήκη ουρηξάτους. Έπεισει του μάτι μ στ μπούρτα που έστρουσι

Τι μπούρτα είνει αυτήν μαρί ;

Απτ αλεύρι

Μπήτσει τα΄αλεύρι ;

Τώωωρα ,απ τ Δηφτέρα που ζύμουσα

Αι ,αι σήκου μπάριμ να διούμι που θα κουνουμήσουμι άλλου ζημουτκό. Δεν είνει ώρα για τέτοια χαβάδια.

 

 

 

Του παζάρι κι συμβουλή

Απού αναντάν μπαμπαντάν, στ Νιγρίτα γένουνταν παζάρι του Σάββατου. Ότι χρειάζουσαν θα τούβρισκεις κει. Όλα μη τ σειρά. Απάν μηριά στου γκιουφύρι, τα ψαράθκα, μπαξηβάνδεις μη τα ζαρζαβάτκα είρχουνταν απ τα βαλτουχώρια, άι παρακάτ φρούτα κατά ηπουχή. Πραματηυτάδεις απ τ Σαλουνίκη, ψάθεις ήθηλεις, στάμνεις, μπαρντάκια ότι χάληβεις του Σάββατου θα τόβρισκεις. Πιο κάτ τηλευταία γίνουνταν του ατ παζάρι (ζωοπάζαρο).

Τι τα θέλς, του Σάββατου ήταν γιουρτή για μηρικούς παζαρτζήδεις. Τα μαγαζιά είχαν την τιμητική τους κι προυπαντώς οι ταβέρνεις. Μαζεύουνταν απού όλα τα χουριά τς επαρχίας. Μερικοί τούχαν αντέτι, πάειναν στου παζάρι, για να τραβήξουν ένα μηθήσ βδουμαδιάτκου .να κρατεί νότη ως τάλλου του Σαββάτου.

Κίνσει κι Κρουστάλλου για του παζάρι. Στουν ανήφουρου, στα Τσηλημπάθκα, σταύρουσει τ΄Μαρούσ, μια γνουστή τς Νιγριτνιά.

Τι κάνς μαρί Κρουστάλου ; Κουρμάδα νέα χήρηψεις. Τι καν τα μικράς ; τάχς καλά ;

Καλά είνει. Μπηρηκιάτ

Που κίνσεις ;

Που αλλού στου παζάρι.

Τι θα πάρς ;

Να λιέου να αγουράσου ένα γαδούρι, να του δίνου μησιακό να μη φέρνουν ξύλα, τσάκνα, χμώνας έρχειτει χρειάζουντει.

Α μπουνταλού να ση δειώ να χαίρεισει.. Άξει δω τι θα συ πω. Κει πθα πάρς γαδούρι, κι θα δωισ κι παράδις κιόλας, δε ξαναπαντρεύεισει ;

Α αυτό δε γιένειτει

Γιατί ; Ούτι η πρώτη θα είσει ούτι τηλευταία. Νέα είσει, όμορφη είσει πάρει έναν άντρα να τουν έχς εμ άντρα, έμ γαδούρι. Άλλου να κμάσει μουναχιάς του χμώνα κι να κρυγιώνς κι άλλου δυό μαζί. Ζησταίνουντει μη τα χνώτατς, νοικατόνουντει τα πουδάρια, κι παίρν ζέστα ου ένας απ΄ τουν άλλουν. Κι άμα μπητίς τα ξύλα, του ζνήχι τ θα κόψει, θα πάει να βρει κι ξύλα, κι πουρνάρια, κι θα ψουνίσει για του σπίτι ότι χρειάζειτει .. όχι να πάρς γαδούρι να δώς κι παράδεις !.

Σα καλά μη προυμθέβς. Αμα κόσμους τι θα πει ;

Κόσμους να χταζ του θκό τ του γκαιλέ, τα θκά τ τα βάσανα ..

Μπάριμ έτσι θα κάνου

Κι γύρσει πις . Δεν πάει στου παζάρι...

 

 

 

Αρχουντόπαππους

Κειν τα χρόνια ου πάππους ήταν ταφηντικό μες τν οικουγένεια.!

Συνήθους, σκώνουνταν αργά απ του κριβάτι.

Καφέ !!!. Έπρηπει νάνει έτοιμους καφές. Τουν ρουφούσει ζειστόν καυτόν κι ύστηρα πάεινει να πληθεί. Ντήνουνταν κι ειτημάζουνταν για του καφεινείου, αφού άφηνει παραγγειλιά τι φαί να τουν ειτημάσει του μησημέρι η νύφη .

Αφού ντύθκει κανει να βάνει τα παπούτσια τ . Αμ πώς να σκύψει έρμους ; K είνη βούζα τ δεν τουν αφήν. Φουνάζει του ιγγουνούδι τ (ενα πηδούδι τέσιρα χρουνών) να τουν δέσει τα κουρδόνια πτα παπούτσια τ . Καθώς τάδινει μικρός, ακούμψει του κιφαλούδι τ στ βούζα τα πάππου. Τουν φάνκει πουλή σκληριά σα πρησμένη. Άμα τουν έδεισει τα κουρδόνια τουν λιέει

Πάππου να σι ρουτήσου κάτι ;

Ee έει ?cai ύδι μ

Γιατί βούζα σ είνει πρηζμένει ; τι έχει μέσα ;

Τι θέλς να έχει. Φαί έχει.

Μικρός άνοιξει τα μάτια τ γιομάτου απουρία

- Καλά πάππου, συ ως τώρα κμούσαν, πότι πρόλαβεις κι έφαγεις τόσο φαί ;

 

 

 

Γλυκιά είνει η ζωή .Μα γλήγουρα μπητίζει .

Έτσι κι μια τέτα, αν κι όλη τα η ζουή ήταν δύσκουλη, δεν ήθηλει να πιθάνει. Από μικρή ουρφάνηψει, ξαναπαντρεύκει μάνατ΄ς, απόκτσει κι ένα αδηρφούδι, αλλά πέθανει κι δεύτηρος πατέρας τα. Ήταν τότις έξι χρουνών, κι ανάλαβει να νταντεύει τ΄αδηρφούδι τα. Η μάνα τα ξηνουδούλευει. Σι κανα δυό χρόνια αρχίνσει να πασταλιάζει μι του μηροκάματου για να βουηθήσει τ΄ μάνα!! Φτώχεια μι του τσιουβάλι !! Κόμα δεν καλουτράνειψει μη προυξινιά του πάντρηψαν μη ένα φτουχαδάκι, μη πουλή καλή καρδιά. Έκανει παιδιά, τα πάντρηψαν όλα. Ως να γιένουν αυτά, γιόμουσαν τα χρόνια .

Πρώτα πέθανει ου άντρατς, αλλά κι τέτα γέρασει πλιά. Αρώχτσει κι έπεισει στου στρώμα.

Καθώς ήταν στου κριβάτι του πόνου, μαθεύκει στου χουριό. Κουρμάδα τέτα είνει βαριά άρουστη κι πάειναν γειτόνσεις να τ΄διούν και να πουν κανέναν καλό λόγου. Μια μέρα πήγαν δυό γειτόνσεις.

Η μια τρανήτηρη, πήγει κουντά, η τέτα είχει σφαλζμένα τα μάτια τς σαν κοιμούνταν.

- Ε! Κουρμάδα γειτόνσα. Κήντσεις. Όλνοι για κει είμαστει. Να πας τα δέουντα στ μάναμ κι στουν άντραμ, κι πέστουν τα κουρτσούδια μας τράνιψαν κι τα πάντρηψα .Αυτά είχει να πει κι έφκει.

Μετά πήγει μια νεότηρη γειτόντσα.

Τι κάνς τέτα ; Σα καλύτηρα σι βλέπου σήμερα. Μη στηναχουριέσει θα γιάνς. Δε μη γνώρσεις ; Άπλουσει του χέρι τα κι έπιασει του χέρι τα γειτόνσας.

Σι κατάλαβα μαρ, κουρτσούδι μ καλό

Θα γιένς καλά τέτα, υπάρχουν φάρμακα για όλεις τς αρώστιες.

Σ΄ ηυχαριστώ πουλύ καλόμ κουρτσούδι, χίλια καλά να συ δως΄Θιός. Ποια ήταν γιάλ, προυκουμένη που μ΄ έκανει ταχυδρόμου ; δεν μη φτάνει του χάλι που έχου, ήρτει κι μάνοιξει την καρδιάμ τραντάφλου. Μαρ, γω κουρτσούδι μ δε χάρκα τα΄ζουή μ . Γλυκιά είνει η έρμ, ζουή . Δεν θέλου να πιθάνου, αχ να γένου καλά !!!

Θα γιένς καλά μη στεναχουριέσει.

Σ΄ ευχαριστώ, καλόμ κουρτσούδι, καλά που ήρτεις, χίλια καλά να συ δίνει Θιός.

 

 

 

Χάθκει του γαδούρ(ι) .

Του είχει δημένου σι μια καλαμιά, να βουσκάϊ κι μπουρλιαζαν του καπνό. Τ΄απόγημα πάει να του πάρει, αμά του γαδούρ(ι) έφκει. Ήβγαλει του παλούκι κι άντι να του βρεις τώρα. Βγήκει στουν δρόμου. Πηρνούσαν κατ΄Νιγκουσλαβνοί κι τα ρώτσει αν είδαν του γαδούρ(ι). Είχει κι του φώρτουμα δημένου στου πουδάρι τ.

Ναι είδαμι ένα, αμά, φώρτουμα δεν είχει. Είνει μακριά, θα είνει τώρα στου χουριό μας.

Κάτ΄άλνοι τουν είπαν ατι τούδαν όξου απ΄του χουριό κατά τ΄αμπέλια Βραδιάσκει έρμους Νώτας γυρεύουντας του γαδούρ(ι). Πουθηνά αυτό. Αναγκάσκει να μείνει σι κάτ΄γνουστούς. Ίσους του ταχιά να του βρει. Δεν μπουρούσει να ησυχάσει.

-Αν δεν του βρει κανένας λύκους, ισους αύριου μη τ΄μέρα θα του βρεις. Τουν λιέει σπιτουνυκουκύρς

- Μορέ σαν του βρει λύκους ας του χαλάσ(ει), μο να μην πέσει σι κανένα μπουστάνι, κι χαλάσ(ει) τα καρπούζια γιατί τότις δεν μη φτάνει του γαδούρ(ι).