Πολιτισμός

ΝΥΦΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΘΕΡΕΣ ΤΣΙΑΡΠΙΣΤΑΣ

 Κίνσει τέτα Θεονίτσα να πάει στουν χασλαμά να βουηθήσει στου ξιβουτάνσμα. Στουν κάτ τουν μαχαλά ώξου που μια ξόπουρτα, κάθουνταν κανα δυό μάμης μι τα ιγγουνούδια τα, κι έκαμναν σόμπουρου. Τα καλημέρσει Θεονίτσα .Ήταν η τέτα Αργυρή, τέτα Χρυσή κι τέτα Ασμένια κι ανηκάτηβαν του χουριό.

Καλώς την

Τι κάντς

Κι γω καλά

Που κίντσεις αγουντσικά, δω σια κατ ;

Που να πάου ; να είπα να βουηθήσου λίγου στου χασλιαμά, αλλά στας να κάτσου να ξιαπουστάσου λιγούτσκου

Τι έχς στην ταύλα ;

Α, να σας δώσου μπάριμ κι σας λιγούτσκου ζηστό ψουμούδ

Ασκουλσούμ! Πότι του πρόλαβεις κι όλας ;

Α! σκώθκα, διυτηράλσαν τ΄ αρνίθια, προυζύμ έπιασα απού βραδίς. Έπιασα, ζύμουσα, φούρνησα, ξηφούρνησα, μέχρι να βγει ήλιους έκανα κι του φαί, τσιρουνούδια στου σινί μι σκουρδαλιά κι νάμει. Αλλά απόστασα πτύχατει κι σεις μπάριμ, ν΄ ανασάνου λιγούτσκου. Να κι στα μικρά λίγου ζηστό ψουμί. ΄΄ Έχουμι κι πιθαμένοι΄΄ . Σεις τι τα λιέτει δω ;

Να μας λιέει Χρυσή για τ μικρή τ΄ νύφ(η) τς

Ντήπ ξυλέστρατου κουρίτς. Δεν αγρηκάει απού τίπουτα. Απλουγήθκει η Χρυσή

Μο κοίταζαν να του στρουμπόξουν στ παντρειά κι δεν κοίταζαν να του πράξουν λ΄γου νοικουκυριό.

Τι λιές μαρί ! Άντρας τι χτάζει ;

Ε, κι συ άντρατς. Τουν έμασει στου βρακί τς . Γλυκό του πάπλουμα !

Να πεις τ συμπυθέρα μπέλκιμ κι την προυμθέψει

Ναι ! τι λιές μαρί ; Δεν είμι κι μουζαβίρου .. Τι θέλς να κατηγουρήσου τ΄ νύφη μ ;

Έχουν μικρά ; Ναι, τέσσιρα , δυό πιδούδια κι δυό κουρτσούδια.

Συ πως τα πιρνάς μι τ νύφη σ ; Ρουτούν τ΄Θεονίτσα

Γω ; Να μ΄ αφήσει Θιός γιριά να τς υπηρητώ. Ανάξιεις μαρί. Μια την πουνά μέση τς , δεν μπουρεί να ζμώσει, γιάλλη βούζα τς τ΄ δαγκάνει κάθι λίγου. Άι να βρεις άκρα. Αν πεις να σνιουρίζ, κάθι μέρα θα μας ακούει μαχαλάς. Πάει του σέβας που είχαμι μεις στα χρόνια μας στα πηθηρκά μας ..

Αμ γιαυτό θα μας χάσει Θεός.

Συμφώνησαν οι νυμφόπληκτες πεθερές.

 

ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΔΕΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ .

Τρανό παράπουνου είχει ου Κουτσιούδας. Όταν ήληγει τν αλήθεια ούλου τουν ξήλιαζαν. Έτς μια φουρά κάπου είπει μια αλήθεια κι τς έφαγει. Πιρνούσει μέσα που μια αυλή για να πάει σπίτι τ μι τα κλάματα. Μές τν αυλή κάθουνταν μια γειτόνσα τ κι κουνσκίνζει σάμ(ι). Μόλις χτάζει τουν Κουτσιούδα να κλαίει

Η παράδοση της Τερπνής

Εκφωνήθηκε στην Τερπνή

για τα 30χρονα του ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΕΡΠΝΗΣ

στις 13 Μαΐου 2007

Αγαπημένοι μου συγχωριανοί.

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ασχολήθηκα με την καταγραφή της λαϊκής παράδοσης του τόπου μας. Γι' αυτήν την παράδοση ανέλαβα να σας μιλήσω απόψε, ελπίζοντας ότι θα αναδειχτούν ορισμένες σημαντικές πλευρές της.

Παράδοση είναι ό,τι μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, κι αν μεταδίδεται χωρίς την παρέμβαση του γραπτού λόγου, τότε είναι η λαϊκή παράδοση. Για παράδειγμα, ο παππούς μου, ο Νικόλας Πασχαλούδης, δεν είχε δει πουθενά γραμμένο ότι στην τοποθεσία «Ντ’ Γκατζή ντούμπα» είναι ο τάφος ενός αξιωματικού του Μεγαλέξανδρου. Μου το είπε κάποια στιγμή, πριν ακόμα βγει στην επιφάνεια ο τάφος των στρατιωτικών αξιωματούχων του Μακεδονικού Βασιλείου που ξέρουμε σήμερα. Προφανώς το ήξερε από την προφορική παράδοση του χωριού. Κι όταν έγραφα τα τοπωνύμια του χωριού, ο θειος μου ο Δημητρός Σταμούλης, με ξάφνιασε κάποια στιγμή λέγοντάς μου για την ίδια τοποθεσία: «Εκεί κανένας Γκατζής δεν έχει χωράφι, και δεν ξέρω γιατί τη λέμε τ’ Γκατζή ντούμπα». Την απάντηση στο θειο μου που δεν ήξερε, την έδωσε το ψάξιμο. Γκατζής στην τουρκική γλώσσα σημαίνει πολεμιστής και «ντ’ Γκατζή ντούμπα» είναι η τούμπα του πολεμιστή, είναι ο τύμβος των αρχαίων, δηλαδή ο τάφος του πολεμιστή. Η παράδοση δηλαδή αυτού του τόπου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με αφήγηση του παππού μου ή με το όνομα της τοποθεσίας, κράτησε επί αιώνες ζωντανή την ιστορική αλήθεια για τον τάφο του πολεμιστή.

Ένα άλλο αγαπημένο παραδοσιακό έθιμο στην περιοχή της Βισαλτίας ήταν αυτό της «Χελιδόνας», το οποίο λάμβανε χώρα την 1η Μαρτίου κάθε έτους.

Η Χελιδόνα, ή αλλιώς χελιδόνισμα, ήταν ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ολόκληρη την Ελλάδα , σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχολικής ηλικίας γύριζαν στα σπίτια τους εκείνη την ημέρα κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας τον ερχομό της άνοιξης.

Το τραγούδι της Χελιδόνας σώζεται σε διάφορες μορφές, μία εκ των οποίων είναι η εξής:

Χιλιδόνα έρχιτι, από τη Μαυρη θάλασσα

Έκατσει κι λάλησει και γλυκά κιλάιδισει

Μάρτη - Μάρτη μου καλέ και Φλεβάρι θλιβερέ

Που μαθαίνς τα γράμματα γράμματα βασιλικά

Που μαθαίνουν τα παιδιά

Σήκου συ νοικοκυρά, βάλει τα γαλέτσια σου

Δώσει μας τα πέντ΄αυγά, κράτα συ την κλωσαριά

Να γενά και να κλωσσά και να σέρνει τα πουλιά

Μάρτς μας ήρθει καλώς μας ήρθει

Έξω ψίλλοι κι κουριά, μέσα υγεία και χαρά

Ήρθει Πασχαλιά μι τα κόκκινα τ΄ αυγά

Και του χρόνου

.

Ως ανταμοιβή για το τραγούδι τους έπαιρναν από τις νοικοκυρές αυγά ή άλλα τοπικά προϊόντα, τα οποία έβαζαν στη «χελιδόνα».

Η χελιδόνα ήταν ένα όμορφο κλουβί στολισμένο με πρασινάδες και άνθη της Άνοιξης και μέσα υπήρχε ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, έτσι τοποθετημένο ώστε με το τράβηγμα μιας κλωστής η χελιδόνα να περιστρέφεται. Απαραίτητο εξάρτημα και συμπλήρωμα της χελιδόνας ήταν οι «μάρτες». Δίχρωμες (ασπροκόκκινες) στριφτές κλωστές που έδιναν τα παιδιά στις νοικοκυρές μόλις τελείωναν το τραγούδι. Τις μάρτες τις φορούσαν στο χέρι ή στο λαιμό ή στο πόδι τα παιδιά για να μη μαυρίσουν από τον καυτερό ήλιο του Μάρτη, όπως λέει και η παροιμία «όποιος έχει κόρη ακριβή ήλιος του Μάρτη μη τη δει». Ιδιαίτερα τη φορούσαν τα κορίτσια για να είναι όμορφες το Πάσχα με το καινούργιο τους φόρεμα. Τις μάρτες τις τοποθετούσαν με τον ερχομό των χελιδονιών , πάνω σε φράχτες για να τις πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν μ΄ αυτές τη φωλιά τους. Το έθιμο αυτό εκτός του ότι είναι ένας ύμνος για την άνοιξη, συμβολίζει το ζευγάρωμα και την αναπαραγωγή.

Τα "χελιδονίσματα" αναβιώνουν στη Νιγρίτα την Τερπνή και σε πολλά χωριά της Βισαλτίας.

Το παραδοσιακό έθιμο του Μπαμπόγερου αναβιώνει την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, στο Φλάμπουρο  Βισαλτίας, συμβολίζοντας το καλό και την υγεία. 

Η εμφάνισή του είναι ξεχωριστή, αν και τρομακτική. Είναι ντυμένος με μαύρα ή καφέ δέρματα αιγοπροβάτων και από τη μέση του κρέμονται διαφορετικού μήκους κουδούνια. Διακρίνονται μόνο τα μάτια του, αφού στο κεφάλι του φοράει ένα μαύρο, τεράστιο μυτερό καπέλο περίπου τριών μέτρων, στολισμένο με χάντρες, κορδέλες και μαντίλια, τη λεγόμενη «μπαμπουσάρκα».

Η ξεχωριστή αυτή ενδυμασία αποτελεί ένα στοιχείο με πολλούς συμβολισμούς, σχετικούς με το πνεύμα της υγείας και της ευημερίας των κατοίκων.

Έτος 1854. Η Νιγρίτα βρίσκεται κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Σ' ένα από τα σπίτια της πόλης, στην περιοχή ‘Τσακαλάδες' γεννιέται από την οικογένεια Ροκάνη ένα κοριτσάκι, στο οποίο δίνεται το όνομα Γερακίνα. Τα χρόνια περνούσαν και στον κοινωνικό περίγυρο της Νιγρίτας εκείνης της περιόδου, η Γερακίνα γίνεται γνωστή για την ομορφιά της, αλλά και την καλοσύνη, την πραότητα, την ευγένεια, γνωρίσματα που την καθιστούν ιδιαίτερα αγαπητή στους συμπολίτες της.

 Το έτος 1870 η Γερακίνα είναι ήδη 16 ετών και νιώθει τα πρώτα τρυφερά σκιρτήματα της αγάπης στην καρδιά της όταν ανταμώνει τον έρωτα στα καλντερίμια της ίδιας γειτονιάς στο πρόσωπο του νεαρού Νιγριτινού, Τριαντάφυλλου Γκοστίνου. Ο χαρακτήρας της μικρής, επαρχιακής και συντηρητικής πόλης καθιστά τον έρωτα πλατωνικό, περιορισμένο σε μια κλεφτή ματιά, σ' ένα γλυκό χαμόγελο και οι δύο νέοι είναι σίγουροι πως κάποια μέρα ο έρωτάς τους θα ευλογηθεί από τον Θεό

Ο χρόνος περνά και έρχεται η μέρα που σφράγισε δραματικά τη ζωή της Γερακίνας.

6 Αυγούστου 1870. Η κόρη με την μητέρα της (ο πατέρα είχε ήδη πεθάνει) ετοιμάζονται να γευματίσουν.

Η Γερακίνα πηγαίνει στο πηγάδι της συνοικίας της να φέρει νερό. Το πηγάδι είναι περιφραγμένο, αλλά η περίφραξη είναι χαμηλή και πρόχειρη...Η κόρη, έχοντας στο μυαλό της τον αγαπημένο της Τριαντάφυλλο, δεν στηρίζεται σωστά, χάνει την ισορροπία της και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει βρίσκεται στον πυθμένα του.